Εκφράσεις όπως «Βγάζω το ψωμί μου», «Είπα το ψωμί ψωμάκι», «Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι» αποδεικνύουν ότι ο άρτος, το ψωμί, υπήρξαν βασικό είδος διατροφής των Ελλήνων από την αρχαιότητα. Δεν είναι τυχαίο, ότι μέχρι και σήμερα, όταν πέσει ένα κομμάτι ψωμιού κάτω, το σηκώνουμε, το φιλάμε και το ξαναβάζουμε στο τραπέζι.
Η πρώτη έκφραση σημαίνει ότι εργάζομαι για να κερδίσω χρήματα που θα μου διασφαλίσουν τα απαραίτητα για τη διατροφή μου που σημαντικότερο κομμάτι της είναι το ψωμί. Την έκφραση «είπα το ψωμί ψωμάκι» τη χρησιμοποιούμε για τις περιόδους εκείνες της ζωής που είναι οικονομικά δύσκολες και μας έλειψε ακόμη και το ψωμί. Όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως περάσαμε μεγάλες δυσκολίες με κάποιον συνάνθρωπο μας και δεθήκαμε μαζί του χρησιμοποιούμε την έκφραση «φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι». Και το ψωμί και το αλάτι υπήρξαν δύο βασικά και φθηνά προϊόντα για τον Έλληνα.
Επίσης, συχνά λέμε τις εκφράσεις «Έφαγε τα ψωμιά του», «Τελείωσαν τα ψωμιά του» ή «Είναι λίγα τα ψωμιά του», αναφερόμενοι σε κάποιον που είναι ετοιμοθάνατος. Η έκφραση για «..ένα κομμάτι ψωμί» σημαίνει ότι κάποιος αναγκάστηκε να πουλήσει κάτι με μικρό αντάλλαγμα. Οι εκφράσεις «Ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε…» ή «Ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε..» δηλώνουν έκπληξη ή δυσαρέσκεια για όσους, ενώ στερούνται τα βασικά, αναζητούν πολυτέλειες..
Ποια όμως είναι η διαφορά των λέξεων «άρτος» και «ψωμί»;
Το ‘άρτος’ είναι ευρύτερη έννοια ενώ το ‘ψωμί’ είναι πιο συγκεκριμένο. «Ψωμός» στα αρχαία ελληνικά είναι ένα κομμάτι άρτου, μία μπουκιά του. Έτσι μπορούμε να πούμε πως μία φρατζόλα ή ένα καρβέλι είναι άρτος ενώ μια κομμένη φέτα θεωρείται ψωμί. Το ψωμός και το ψωμί προέρχονται από το αρχαίο ρήμα «ψώω», δηλαδή ψάω, τρίβω, λειαίνω.. Όταν τεμαχίζουμε τον άρτο, δημιουργούνται ψίχουλα και είναι αξιοσημείωτο ότι οι νοικοκυρές όταν καθάριζαν το τραπέζι μετά το φαγητό δεν τα πετούσαν αλλά τα έριχναν στον κήπο τους για να τα φάνε τα πουλιά.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν τουλάχιστον 40 διαφορετικά είδη άρτου. Μερικά παραδείγματα είναι ο «Κριβανίτης», άρτος που γινόταν από σιμιγδάλι και ψηνόταν μέσα σε κλίβανο. Ο «Δίπυρος», άρτος που πήρε το όνομά του από τη διαδικασία παραγωγής καθώς ψηνόταν δύο φορές και είναι το σημερινό παξιμάδι. Το «Λάγανον», λεπτό και πλατύ ψωμί είναι η λαγάνα που τρώμε την καθαρά Δευτέρα. Ο άρτος «Τυρόεντας» είναι ο παραγεμισμένος με τυρί, σαν ένα είδος τυρόπιτας ή τυροψωμιού. Η «Κολλύρα» ήταν η κουλούρα, δηλαδή στρόγγυλο ψωμί με τρύπα στη μέση όπως τα σημερινά κουλούρια. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής τους έχουμε τον «Τηγανίτη» που είναι το σημερινό τηγανόψωμο, τον «Σποδίτη» που ψηνόταν στη σποδό, την καυτή άμμο δηλαδή, τον «Φουρνάκιο», ψωμί του φούρνου.. Ο «Πανός Άρτος» ήταν είδος άρτου που παρασκευαζόταν στην πόλη των Μεσσαπίων που ήταν ελληνική αποικία στην Ιταλία. Από αυτόν τον άρτο οι Ρωαίοι ονόμασαν το ψωμί «πάνα» και μέχρι σήμερα στα Ιταλικά επιβιώνει ως “pane”.
Κατά μία εκδοχή, ακόμη και η αγγλική ονομασία «bread» προέρχεται από το ρήμα «βρύω» που σημαίνει είμαι πλήρης και κατ’ επέκταση αυξάνομαι, φουσκώνω που είναι ιδιότητα δηλαδή του ζυμαριού.
Ν. Μπ.